ὀρρωδία

ὀρρωδία
ὀρρωδία, [dialect] Ion. [full] ἀρρωδίη, ,
A terror, Hdt.7.173, E.Ph.1389, etc.;

τοὺς Ἕλληνας εἶχε δέος τε καὶ ἀ. Hdt.8.70

;

ἐν ὀ. ἔχειν τι Th.2.89

;

ἐστὶ ἀ. τινὶ περί τινος Hdt.9.101

;

ἐς πᾶσαν ἀ. ἀπίκατο, μὴ . . Id.4.140

;

ὀ. μοι μή τι βουλεύσῃς κακόν E.Med.317

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀρρωδία — ὀρρωδίᾱ , ὀρρωδία terror fem nom/voc/acc dual ὀρρωδίᾱ , ὀρρωδία terror fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρρωδίᾳ — ὀρρωδίαι , ὀρρωδία terror fem nom/voc pl ὀρρωδίᾱͅ , ὀρρωδία terror fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορρωδία — η (ΑΜ ὀρρωδία και Α ιων. τ. ἀρρωδίη) [ορρωδώ] 1. τρόμος, φόβος, δέος 2. έλλειψη θάρρους και αποφασιστικότητας, δειλία, ατολμία, δισταγμός, ενδοιασμός …   Dictionary of Greek

  • ὀρρωδίας — ὀρρωδίᾱς , ὀρρωδία terror fem acc pl ὀρρωδίᾱς , ὀρρωδία terror fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρρωδίαι — ὀρρωδία terror fem nom/voc pl ὀρρωδίᾱͅ , ὀρρωδία terror fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρρωδίαν — ὀρρωδίᾱν , ὀρρωδία terror fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωδίη — ὀρρωδία terror fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωδίην — ὀρρωδία terror fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρρωδίη — ὀρρωδία terror fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωδία — ἀρρωδίᾱ , ὀρρωδία terror fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀρρωδίᾱ , ὀρρωδία terror fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”